- ἐπεικασμός
- ἐπεικ-ασμός, ὁ,A conjecture, Gal.14.339.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επεικασμός — ἐπεικασμός, ο (Α) [επεικάζω] συμπέρασμα, εικασία («χρώμενος ἐπεικασμῷ πρὸς τετυπωμένον», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ἐπεικασμῷ — ἐπεικασμός conjecture masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)